-
1 οδηγώ
(ε), οδηγάω μετ.1) водить, вести (кого-что-л.); 2) вести (куда-л.);πού οδηγεί ο δρόμος (η σκάλα); — куда ведёт дорога (лестница)?;
3) вести, направлять; руководить быть во главе; указывать;οδηγώ τα στρατεύματα στη μάχη — вести войска в бой;
οδήγησε τον τί να κάνει ты укажи ему, что надо делать;4) приводить, вести (к чему-л.);τό ψέμμα οδηγεί στο κακό — ложь к добру не приведёт
-
2 σκέψη
[-ις (-εως)] η1) мысль; мышление;έκαμε την εξής σκέψη — а) он подумал так; — б) он подал следующую мысль;
κατέχομαι από τη σκέψη — носиться с мыслью;
ο είρμός των σκέψεων — ход мыслей;
οδηγώ στη σκέψη — наводить на мысль;
2) размышление, раздумье; обдумывание;αυτό με βάζει σε σκέψεις — это наводит на размышления;
βυθίζομαι σε σκέψ8ις — погружаться
в размышления;3) сомнение, колебание;με τα λόγια σου μ'έβαλες σε σκέψη — своими словами ты вызвал у меня сомнения, колебания;
μπαίνω σε σκέψη — колебаться, сомневаться;
4) забота, беспокойство;αρρώστησε από την πολλή σκέψη — он заболел от больших забот;
§ υπό σκέψιν ( — находящийся) на рассмотрении, на обсуждении
См. также в других словарях:
οδηγώ — άω και έω (ΑΜ οδηγῶ, έω) [οδηγός] 1. εκτελώ έργο οδηγού, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, κατευθύνω 2. υποδεικνύω τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς, καθοδηγώ («οδηγεί τους νέους στην αρετή») νεοελλ. 1. είμαι οδηγός… … Dictionary of Greek
οδηγώ — οδήγησα, οδηγήθηκα, οδηγημένος 1. δείχνω το δρόμο, πηγαίνω μπροστά από άλλον: Μας οδηγούσε ένας ντόπιος. 2. είμαι οδηγός οχήματος: Οδήγησα δώδεκα ώρες συνέχεια. 3. καθοδηγώ, πληροφορώ, δίνω οδηγίες: Οδηγώ το έργο της κατασκευής του δρόμου. 4. μέσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσαπάγω — Α 1. οδηγώ στη φυλακή ή στην αιχμαλωσία 2. αποδίδω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπάγω «οδηγώ στη φυλακή, αποδίδω ό,τι οφείλω»] … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
ξεβγάζω — και ξεβνάνω ξέβγαλα, ξεβγάλθηκα, ξεβγαλμένος 1. περνώ με νερό τα ρούχα για να αφαιρεθεί το σαπούνι: Ξεβγάζω τα ρούχα και τελειώνω. 2. ανταποδίνω, εκπληρώνω κάποια υποχρέωση, κάποιο χρέος: Θέλω να ξεβγάλω αυτή την υποχρέωση. 3. αφανίζω, θανατώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκλησιάζω — (AM ἐκκλησιάζω) μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ στη χριστιανική εκκλησία για παρακολούθηση τής ακολουθίας («οι δάσκαλοι εκκλησιάζουν τους μαθητές») 2. ἐκκλησιάζομαι μετέχω στη Θεία Λειτουργία … Dictionary of Greek
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek
βόσκω — και βοσκώ ησα, ήθηκα, βοσκημένος 1. τρέφομαι από το χορτάρι: Την άνοιξη τα ελεύθερα ζώα βόσκουν φρέσκο χορτάρι. 2. οδηγώ στη βοσκή: Ο βοσκός είναι το καταλληλότερο άτομο για να βόσκει ζώα. 3. τρώγω: Τα γουρούνια βόσκουν βαλανίδια. 4. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσκαρίζω — οδηγώ το κοπάδι στη βοσκή μετά την ανάπαυση του μεσημεριού … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek